- πολυπραγμονήσεις
- πολυπραγμόνησιςfem nom/voc pl (attic epic)πολυπραγμόνησιςfem nom/acc pl (attic)πολυπρᾱγμονήσεις , πολυπραγμονέωto be busy about many thingsaor subj act 2nd sg (epic)πολυπρᾱγμονήσεις , πολυπραγμονέωto be busy about many thingsfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.